- εὐσχολῶ
- εὐσχολέωto have abundant leisurepres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐσχολέωto have abundant leisurepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσχολώ — εὐσχολῶ, έω (Α) [εύσχολος] 1. είμαι εύσχολος, ευκαιρώ 2. έχω ευκαιρία να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
προσευσχολώ — έω, Α (δ. γρφ. τού προσασχολῶ) απασχολούμαι άνετα με κάτι, όταν δεν έχω δουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐσχολῶ «ασχολούμαι, ευκαιρώ»] … Dictionary of Greek